proper abbr. | |
gen. | κατάλληλη; κατάλληλο; κατάλληλος |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
κατάλληλη; κατάλληλο; κατάλληλος |
proper : 75 phrases in 17 subjects |