propagation | |
coal. chem. el. | διάδοση; διάχυση |
in | |
gen. | μέσα; σε |
outer space | |
environ. | σχέδιο κατανομής εξωτερικού χώρου; απώτερο διάστημα |
| |||
διάδοση; διάχυση | |||
πολλαπλασιασμός m; αναπαραγωγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
prop |
propagation : 220 phrases in 21 subjects |