proofreading abbr. | |
med. | ανάγνωση επιδιόρθωσης; επιδιορθωτική ανάγνωση; διόρθωση δοκιμής |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
ανάγνωση επιδιόρθωσης; επιδιορθωτική ανάγνωση | |||
| |||
διόρθωση δοκιμής |
proofreading : 6 phrases in 1 subject |
Medical | 6 |