promotion abbr. | |
gen. | διαφήμιση; προβολή; προαγωγή |
econ. | επαγγελματική εξέλιξη; προώθηση; προτροπή |
code abbr. | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
διαφήμιση; προβολή; προαγωγή | |||
επαγγελματική εξέλιξη; προώθηση; προτροπή | |||
βαθμολογική προαγωγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
pro | |||
promo (сокр. Val_Ships) | |||
promotion of a company (4uzhoj) | |||
prom |
promotion : 214 phrases in 35 subjects |