progress | |
lab.law. agric. | αλληλουχία εργασιών |
tracker | |
commun. | ιχνηλάτης; χειριστής ρυμουλκού οχήματος; συσκευή καθορισμού του ίχνους πορείας |
cultur. | μηχανισμός που συνδέει τα πλήκτρα με τους αυλούς |
| |||
αλληλουχία εργασιών | |||
πρόοδος; βελτίωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
pro |
progress : 265 phrases in 26 subjects |