progress abbr. | |
lab.law. agric. | αλληλουχία εργασιών |
indicator abbr. | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
αλληλουχία εργασιών | |||
πρόοδος; βελτίωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
pro |
progress : 268 phrases in 28 subjects |