identifier | |
commun. | ταυτότητα; αναγνωριστική μονάδα |
commun. IT | αναγνωριστικό ' αναγνωριστής |
comp., MS | αναγνωριστικό |
IT | αναγνωριστικό; κλειδί; αναγνωριστής |
work.fl. | ταυτιστής |
work.fl. gen. | προσδιορισμός; προσδιοριστής |
programmatic : 1 phrase in 1 subject |
Microsoft | 1 |