profound | |
gen. | εμβριθές; εμβριθής |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
learning disability | |
health. | διανοητική καθυστέρηση; νοητική υστέρηση; ολιγοφρενία |
med. | αδυναμία μάθησης; δυσκολία μάθησης; διαραραχή μάθησης |
obs. health. | διανοητική ανεπάρκεια; ιδιωτεία |
| |||
εμβριθές; εμβριθής |
profound : 6 phrases in 2 subjects |
Health care | 2 |
Medical | 4 |