profound | |
gen. | εμβριθές; εμβριθής |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
impairment | |
account. | απομείωση αξίας; απομείωση αξίας περιουσιακών στοιχείων |
el. | υποβάθμιση |
fin. account. | απομείωση |
med. | αναπηρία; μειονέκτημα |
sociol. health. med. | ανεπάρκεια |
| |||
εμβριθές; εμβριθής |
profound : 6 phrases in 2 subjects |
Health care | 2 |
Medical | 4 |