productive | |
gen. | παραγωγική; παραγωγικό |
agric. chem. el. | παραγωγικό πηγάδι |
structure | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
met. | δομή υλικού; ιστός |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
| |||
παραγωγική; παραγωγικό | |||
παραγωγικό πηγάδι | |||
παραγωγικός; αποδοτικός; γόνιμος; εύφορος |
productive : 57 phrases in 20 subjects |