processor abbr. | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
test abbr. | |
coal. chem. el. | δοκιμάζω |
comp., MS | δοκιμή |
forestr. | πείραμα |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
| |||
μεταποιητική βιομηχανία | |||
ενδιάμεσος χρήστης | |||
εκτελών την επεξεργασία | |||
μεταποιητής m | |||
επεξεργαστής m; κεντρική μονάδα επεξεργασίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
PRCS; PRCSR | |||
procr | |||
| |||
P |
processor : 225 phrases in 21 subjects |