processor | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
handles | |
med. | χειρολαβές; χερούλια |
handling | |
gen. | χειρισμοί |
agric. | μεταφορά και αποθήκευση υλικών |
econ. | μεταφορά και διακίνηση φορτίων |
law fin. tax. | αποδοχή προϊόντων εγκλήματος |
mech.eng. | χειρισμός μηχανής |
med. | επέμβαση; χειρισμός |
Time | |
comp., MS | χρόνος |
time | |
gen. | χρονομετρώ; χρόνος |
comp., MS | ώρα |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
timing | |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
| |||
μεταποιητική βιομηχανία | |||
ενδιάμεσος χρήστης | |||
εκτελών την επεξεργασία | |||
μεταποιητής m | |||
επεξεργαστής m; κεντρική μονάδα επεξεργασίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
PRCS; PRCSR | |||
procr | |||
| |||
P |
processor : 225 phrases in 21 subjects |