block abbr. | |
gen. | δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
construct. | σειρές ομοιόμορφων σπιτιών ενωμένων μεταξύ τους; οικοδομικό τετράγωνο |
fin. lab.law. | δεσμεύω |
industr. construct. met. | μπλόκο σχηματοδότησης; κεφαλή αδαμαντοφόρου κόφτη; κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού |
stat. | τμήμα |
blocks abbr. | |
gen. | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
English thesaurus | |||
| |||
PC |
processor control : 10 phrases in 4 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 1 |
Information technology | 4 |
Microsoft | 1 |