Document v | |
gen. | Τεκμηριώνω |
document v | |
gen. | τεκμηριώνω |
commun. | ντοκουμέντο' τεκμήριο' έγγραφο |
comp., MS | έγγραφο |
econ. | τεκμήριο |
environ. | τίτλος; τίτλος |
IT dat.proc. | έγγραφο; δομημένη περίπτωση εγγράφου |
law | δικόγραφο |
procedural : 117 phrases in 20 subjects |