Capacity | |
comp., MS | Δυνατότητα |
capacity | |
commun. transp. | κυκλοφοριακή ικανότητα |
comp., MS | χωρητικότητα |
forestr. | απόδοση |
IT tech. | χωρητικότητα μνήμης |
mech.eng. | όγκος εμβολισμού κυλίνδρου; κυβισμός κινητήρα; κυλινδρισμός; χωρητικότητα κυλίνδρου |
med. | χωρητικότητα |
procedural : 117 phrases in 20 subjects |