Attachment | |
comp., MS | Συνημμένο |
attachment | |
gen. | προσάρτηση |
commun. tech. | σύναψη; σύνδεση; προσάρτημα |
comp., MS | συνημμένo |
IT | Σύναψη |
law | κατάσχεση εις χείρας τρίτου; συντηρητική κατάσχεση; κατάσχεση |
mech.eng. | πρόσθετη διάταξη; προσαρτούμενα εξαρτήματα |
procedural : 117 phrases in 20 subjects |