DictionaryForumContacts

   English +
Google | Forvo | +

probability sampling

stat. δειγματοληψία κατά πιθανότητα; πιθανοθεωρητικό δείγμα; πιθανοθεωρητική δειγματοληψία
stat., social.sc. τυχαίο δείγμα