probability | |
comp., MS | δυνατότητα |
distribution | |
agric. | διασκορπισμός |
commun. | διάλυσις; τοποθέτηση στην κάσσα στοιχείων |
construct. | χωρική κατανομή |
fin. account. | διανομή μερισμάτων |
IT | εφαρμογή διανομής; συσσωρευτική κατανομή πιθανότητας |
med. | κατανομή; διανομή |
stat. market. | διάθεση |
| |||
δυνατότητα f (The likelihood of something happening. For example, sale being made) | |||
πιθανότητα f | |||
English thesaurus | |||
| |||
pr | |||
prob |
probability : 264 phrases in 22 subjects |