priorities | |
gen. | άξονες προτεραιότητας |
priority | |
agric. | άξονας προτεραιότητας |
commun. patents. nucl.phys. | δικαίωμα προτεραιότητας |
commun. transp. | βαθμός προτεραιότητας |
of | |
gen. | από |
use | |
gen. | δεν ωφελεί; χρησιμότητα; χρησιμοποιώ |
construct. | εκχώρηση για εκμετάλλευση |
health. | απορρόφηση |
law | χρήση |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
άξονας προτεραιότητας | |||
δικαίωμα προτεραιότητας | |||
βαθμός προτεραιότητας | |||
προτεραιότητα | |||
| |||
άξονες προτεραιότητας | |||
English thesaurus | |||
| |||
prior | |||
pry | |||
pri. | |||
pri; prity; prty |
priority : 162 phrases in 26 subjects |