priorities | |
gen. | άξονες προτεραιότητας |
priority | |
agric. | άξονας προτεραιότητας |
commun. patents. nucl.phys. | δικαίωμα προτεραιότητας |
commun. transp. | βαθμός προτεραιότητας |
access | |
gen. | έχω πρόσβαση |
agric. construct. | τεχνικόν έργον αγροτικής διαβάσεως |
commun. | πρόσβαση |
comp., MS | προσπελαύνω; πρόσβαση |
| |||
άξονας προτεραιότητας | |||
δικαίωμα προτεραιότητας | |||
βαθμός προτεραιότητας | |||
προτεραιότητα f | |||
| |||
άξονες προτεραιότητας | |||
English thesaurus | |||
| |||
prior | |||
pry | |||
pri. | |||
pri; prity; prty |
priority : 161 phrases in 26 subjects |