print abbr. | |
chem. | διακοσμώ με εκτύπωση; διακοσμώ με στάμπα; εκτυπώνω |
commun. | εικόνα χαρακτικής |
mater.sc. | μεμβράνη συνεχούς εκτυπώσεως |
printing abbr. | |
commun. | εγχάραγμα; εντύπωμα; τράβηγμα |
cultur. | εκτύπωση; τιράζ |
code abbr. | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
εγχάραγμα f; εντύπωμα f; τράβηγμα f | |||
| |||
αποτύπωσις | |||
εικόνα χαρακτικής; αποτυπώνω; εντυπώνω; τυπώνω; γκραβούρα | |||
γραβούρα; στάμπα; λιθογραφικό αντίτυπο; λιθογραφία; λιθογραφική μέθοδος | |||
εκτυπώνω | |||
μεμβράνη συνεχούς εκτυπώσεως; εκτύπωμα | |||
| |||
τύπωμα | |||
εκτύπωση; τιράζ | |||
τυπογραφία | |||
| |||
διακοσμώ με εκτύπωση; διακοσμώ με στάμπα; εκτυπώνω | |||
τυπώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
print.; prtg; ptg.; prig | |||
| |||
pt | |||
A projectable version of a movie, usually consisting of one or more reels. When referring to a particular take on a continuity report, "print" indicates that the take should be developed. See also hold. | |||
| |||
printing | |||
printed; printer | |||
| |||
pre-edited interpreter | |||
pre-edited interpretive system | |||
| |||
P |
printing : 517 phrases in 30 subjects |