gen. | εκτύπωση |
chem. | διακοσμώ με εκτύπωση; διακοσμώ με στάμπα; εκτυπώνω |
commun. | εικόνα χαρακτικής; τυπώνω |
ed. IT | εκτυπώνω |
mater.sc. | μεμβράνη συνεχούς εκτυπώσεως |
printing | |
cultur. | εκτύπωση; τιράζ |
processor | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
| |||
εκτύπωση | |||
| |||
αποτύπωσις | |||
εικόνα χαρακτικής; αποτυπώνω; εντυπώνω; τυπώνω; γκραβούρα | |||
γραβούρα; στάμπα; λιθογραφικό αντίτυπο; λιθογραφία; λιθογραφική μέθοδος | |||
εκτυπώνω | |||
μεμβράνη συνεχούς εκτυπώσεως; εκτύπωμα | |||
| |||
διακοσμώ με εκτύπωση; διακοσμώ με στάμπα; εκτυπώνω | |||
τυπώνω | |||
| |||
τύπωμα | |||
εκτύπωση; τιράζ | |||
τυπογραφία | |||
English thesaurus | |||
| |||
pt | |||
A projectable version of a movie, usually consisting of one or more reels. When referring to a particular take on a continuity report, "print" indicates that the take should be developed. See also hold. | |||
| |||
pre-edited interpreter | |||
pre-edited interpretive system | |||
| |||
printing | |||
printed; printer | |||
| |||
P | |||
| |||
pre-edited interpretive system |
print : 425 phrases in 28 subjects |