preliminaries | |
commun. | εισαγωγικό μέρος |
commun. mech.eng. | πρώτα φύλλα |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
εισαγωγικό μέρος | |||
πρώτα φύλλα | |||
| |||
προκαταρκτική; προκαταρκτικό; προκαταρκτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
prelim | |||
prelim. | |||
| |||
P |
preliminary : 157 phrases in 27 subjects |