preliminaries abbr. | |
commun. | εισαγωγικό μέρος |
commun. mech.eng. | πρώτα φύλλα |
sorting abbr. | |
agric. industr. | γυάλισμα καλύμματος |
comp., MS | ταξινόμηση; ταξινόμηση |
environ. | διαχωρισμός |
industr. construct. | διαλέγω |
med. | διαλογή πρωτεϊνών; πρωτεϊνική ταξινόμηση; επιλογή; ταξινόμηση; διαλογή |
| |||
εισαγωγικό μέρος | |||
πρώτα φύλλα | |||
| |||
προκαταρκτική; προκαταρκτικό; προκαταρκτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
prelim | |||
prelim. | |||
| |||
P |
preliminary : 157 phrases in 27 subjects |