predictor | |
math. | μεταβλητή πρόβλεψης παλινδρομητής; αιτιατή μεταβλητή; ανεξάρτητη μεταβλητή; επεξηγηματική μεταβλητή; προβλεπόμενη μεταβλητή |
sample | |
gen. | δειγματολογώ |
comp., MS | δείγμα |
med. | δείγμα; παρασκεύασμα; δειγματοληπτώ δειγματολήπτησα; παίρνω δείγμα πήρα; παρμένος |
stat. agric. | δειγματοληπτώ,λαμβάνω δείγματα |
sampling | |
econ. account. | ελεγκτική δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
re-use | |
environ. | επαναχρησιμοποίηση |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
predictor : 15 phrases in 4 subjects |
Electronics | 2 |
Information technology | 4 |
Mathematics | 5 |
Statistics | 4 |