practical abbr. | |
gen. | πρακτική; πρακτικό; πρακτικός |
coverage abbr. | |
gen. | πληθυσμιακή κάλυψη |
agric. | ψεκασμός κάλυψης |
commun. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
law | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
math. | κάλυψη |
met. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
| |||
πρακτικές ασκήσεις | |||
| |||
πρακτική; πρακτικό; πρακτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
pract | |||
| |||
Placebo-Controlled Randomized ACE Inhibition Comparative Trial In Cardiac Infarction And Left Ventricular Function |
practical : 50 phrases in 19 subjects |