practical | |
gen. | πρακτική; πρακτικό; πρακτικός |
application | |
gen. | αίτηση |
comp., MS | εφαρμογή |
fin. | εφαρμογή |
IT | πρόγραμμα εφαρμογής |
med. | χορήγηση |
polit. law | αίτημα; έγγραφη προσφυγή' αίτηση |
transp. | εφαρμογή φρένων; πέδηση |
| |||
πρακτικές ασκήσεις | |||
| |||
πρακτική; πρακτικό; πρακτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
pract | |||
| |||
Placebo-Controlled Randomized ACE Inhibition Comparative Trial In Cardiac Infarction And Left Ventricular Function |
practical : 50 phrases in 19 subjects |