postnatal development | |
med. | μεταγεννητική ανάπτυξη |
effect | |
gen. | επιτελώ; κατορθώνω |
environ. | επιπτώσεις/αποτελέσματα/συνέπειες; συνέπειες |
health. | αποτέλεσμα |
med. | επίδραση; συνέπεια |
effects | |
health. | επιδράσεις |
| |||
μεταγεννητική ανάπτυξη |
postnatal development : 2 phrases in 1 subject |
Medical | 2 |