position fixing | |
transp. | προσδιορισμός θέσης |
Process | |
comp., MS | Διαδικασία |
process | |
gen. | διεξαγωγή |
comp., MS | διεργασία |
industr. | διεργασία |
law | κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου |
mech.eng. | μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
| |||
προσδιορισμός θέσης |
position-fixing : 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |