population abbr. | |
agric. | μεντελικός πληθυσμός |
environ. | πληθυσμός |
environ. nat.res. | απόθεμα |
math. | ολότητα; στατιστική ολότητα |
coverage abbr. | |
gen. | πληθυσμιακή κάλυψη |
agric. | ψεκασμός κάλυψης |
commun. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
law | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
math. | κάλυψη |
met. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
| |||
μεντελικός πληθυσμός | |||
απόθεμα | |||
ολότητα; στατιστική ολότητα | |||
πληθυσμός | |||
| |||
πληθυσμός οικολογικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
p | |||
A process or application-specific software element serving as a communication endpoint for the Transport Layer IP protocols (UDP and TCP) | |||
pop |
population : 486 phrases in 32 subjects |