polygenic | |
med. | πολυγονιδιακός; πολυσιστρονικός; πολυκιστρονικός |
transcript | |
gen. | πρακτικά |
comp., MS | αντίγραφο |
med. | μεταγράφημα; μετάγραφο |
| |||
πολυγονιδιακός m; πολυσιστρονικός m; πολυκιστρονικός m |
polygenic : 6 phrases in 1 subject |
Medical | 6 |