polygenic | |
med. | πολυγονιδιακός; πολυσιστρονικός; πολυκιστρονικός |
inheritance | |
comp., MS | μεταβίβαση |
econ. | κληρονομιά |
IT | κληροδότηση |
law | διαδοχή; κληρονομία |
| |||
πολυγονιδιακός m; πολυσιστρονικός m; πολυκιστρονικός m |
polygenic : 6 phrases in 1 subject |
Medical | 6 |