polycistronic | |
med. | πολυγονιδιακός; πολυκιστρονικός; πολυσιστρονικός |
transcript | |
gen. | πρακτικά |
comp., MS | αντίγραφο |
med. | μεταγράφημα; μετάγραφο |
| |||
πολυγονιδιακός m; πολυκιστρονικός m; πολυσιστρονικός m |
polycistronic : 3 phrases in 1 subject |
Medical | 3 |