polarization plane | |
el. | επίπεδο πόλωσης |
rotation | |
gen. | εναλλαγή καλλιεργειών; αμειψισπορά; διαδοχή καλλιεργειών |
agric. construct. | εναλλασσόμενη διανομή νερού; κυκλική διανομή του αρδευτικού νερού |
commun. transp. | ρύγχος επάνω; θέση κεφαλής αεροσκάφους πάνω από τον ορίζοντα |
comp., MS | περιστροφή |
| |||
επίπεδο πόλωσης | |||
επίπεδο πολωμένου φωτός; πολωτικό επίπεδο |
polarization plane : 5 phrases in 1 subject |
Electronics | 5 |