polarisation | |
el. | πόλωση; πόλωση εκφυλισμένου ρυθμού; πολωμένη προσαρμογή; πολοθέτηση |
rotation | |
gen. | εναλλαγή καλλιεργειών; αμειψισπορά; διαδοχή καλλιεργειών |
agric. construct. | εναλλασσόμενη διανομή νερού; κυκλική διανομή του αρδευτικού νερού |
commun. transp. | ρύγχος επάνω; θέση κεφαλής αεροσκάφους πάνω από τον ορίζοντα |
comp., MS | περιστροφή |
| |||
πόλωση f; πόλωση εκφυλισμένου ρυθμού; πολωμένη προσαρμογή; πολοθέτηση f | |||
περιεκτικότητα σε σακχαρόζη, προσδιοριζόμενη πολωσιμετρικώς |
polarisation : 112 phrases in 13 subjects |
Chemistry | 2 |
Communications | 4 |
Earth sciences | 4 |
Economics | 1 |
Electronics | 88 |
Finances | 1 |
General | 1 |
Health care | 4 |
Industry | 1 |
Life sciences | 1 |
Medical | 1 |
Metallurgy | 2 |
Natural sciences | 2 |