point-to-point | |
gen. | από σημείο σε σημείο; σταθεροζευκτικός; σταθερός ζεύξεως |
configuration | |
IT tech. | διάρθρωση; διάταξη; συγκρότηση; σύνθεση |
life.sc. | πλανητικές προδιαγραφές |
life.sc. chem. | διάταξη ατόμων στο μόριο |
math. | δειγματοληψία πλέγματος |
med. | στερεοδιάταξη; διαμόρφωση |
| |||
από σημείο σε σημείο; σταθεροζευκτικός; σταθερός ζεύξεως | |||
English thesaurus | |||
| |||
Pertains to a link between only two items of equipment. (FRA) | |||
pt/pt | |||
| |||
PP |
point-to-point : 85 phrases in 16 subjects |