point-to-point | |
gen. | από σημείο σε σημείο; σταθεροζευκτικός; σταθερός ζεύξεως |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
από σημείο σε σημείο; σταθεροζευκτικός; σταθερός ζεύξεως | |||
English thesaurus | |||
| |||
Pertains to a link between only two items of equipment. (FRA) | |||
pt/pt | |||
| |||
PP |
point-to-point : 85 phrases in 16 subjects |