plesiochronous operation | |
commun. | πλησιόχρονη λειτουργία |
clock | |
comp., MS | ρολόι |
el. | ρολόι,χρονιστής |
industr. construct. | συσκευή ωρολογοποιίας; ωρολογιακή συσκευή |
IT | ρολόι |
IT tech. | αρχείο ρολογιού; χρονιστής |
IT transp. | χρονογράφος |
transp. | δείκτης χρόνου; ωρολόγιο |
| |||
πλησιόχρονη λειτουργία |
plesiochronous operation : 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |