plesiochronous | |
commun. | πλησιόχρονος |
interconnection | |
commun. | διαλειτουργία; διασυνεργασία |
earth.sc. el. | ενδοσύνδεση; σύζευξη |
el. | διασύνδεση; αλληλοσύνδεση |
energ.ind. | ενεργειακή διασύνδεση |
IT | δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ |
law | διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου |
| |||
πλησιόχρονος |
plesiochronous : 9 phrases in 3 subjects |
Communications | 5 |
Electronics | 3 |
Information technology | 1 |