plate | |
gen. | πιάτο; πινάκιο |
agric. | οπίσθιο μέρος στήθους |
econ. | πλατέα |
el. | πλάκα στοιχείου συσσωρευτή |
life.sc. | τρυβλίο |
mech.eng. | επιγραφή τεχνικών πληροφοριών; ετικέττα χαρακτηριστικών του κατασκευαστού |
med. | πέταλο |
developer | |
commun. IT | αναπτύσσων; σχεδιαστής |
comp., MS | προγραμματιστής |
construct. mun.plan. | εργολάβος κατασκευών; εταιρεία κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων; κατασκευαστής ακινήτων; κατασκευαστική εταιρεία |
cultur. | εμφανιστής; προϊόν εμφάνισης; διάταξη εμφάνισης |
| |||
πιάτο n (assedita); πινάκιο n (assedita) | |||
πλάκα στοιχείου συσσωρευτή | |||
τρυβλίο n | |||
επιγραφή τεχνικών πληροφοριών; ετικέττα χαρακτηριστικών του κατασκευαστού | |||
πέταλο n | |||
βάση καλουπιού χύτευσης; πλάκα έγχυσης από τον πυθμένα | |||
| |||
πλάκες μικρογραφιών | |||
| |||
οπίσθιο μέρος στήθους | |||
δίσκος | |||
βαλβίς διακοπής | |||
γκραβούρα; πίνακας; τυποσανίδα | |||
λιθοσφαιρική πλάκα; πλάκα | |||
πλατέα | |||
πλάκα συσσωρευτή | |||
πλατίναπλάκα | |||
τρυβλίο Petri | |||
πινακίδιο αναγνώρισης | |||
έλασμα | |||
στεγνή ρίγα; πλάκα αμφιδέτη; πλάκα του τύπου χύτευσης; ενισχυμένη λαμαρίνα; λαμαρίνα τραχείας επιφανείας | |||
| |||
να επιμεταλλωθεί | |||
English thesaurus | |||
| |||
plt | |||
pl. |
plate : 1565 phrases in 43 subjects |