pivot | |
agric. mech.eng. | στροφεύς; ελατήριο; στήριγμα δίσκου |
mech.eng. | φορέας άξονα με ακτινικό φορτίο; άξονας-ακίδα; στροφέας |
mech.eng. el. | άξονας |
transp. construct. | λίθος στήριξης του στροφείου θυροφράγματος |
tool | |
comp., MS | εργαλείο |
mech.eng. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι |
nat.sc. earth.sc. mech.eng. | εργαλείο |
tools | |
industr. construct. met. | εργαλεία υαλουργού |
| |||
στροφεύς m; ελατήριο n; στήριγμα δίσκου | |||
φορέας άξονα με ακτινικό φορτίο; άξονας-ακίδα m; στροφέας m | |||
άξονας m | |||
λίθος στήριξης του στροφείου θυροφράγματος | |||
| |||
περιστροφή; στροφή | |||
English thesaurus | |||
| |||
Prostate Cancer Intervention vs. Observation Trial |
pivot : 84 phrases in 18 subjects |