pipelines | |
agric. construct. | δίκτυο σωληνώσεων; διάταξη σωληνώσεων |
processor | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
| |||
δίκτυο σωληνώσεων; διάταξη σωληνώσεων | |||
| |||
αγωγός ταχείας επεξεργασίας |
pipelined : 9 phrases in 4 subjects |
General | 1 |
Information technology | 6 |
Law | 1 |
Mechanic engineering | 1 |