physical v | |
gen. | σωματική; σωματικό; σωματικός |
verification v | |
commun. | έλεγχος |
comp., MS | επαλήθευση |
dat.proc. | επαλήθευση |
by v | |
gen. | διά; μέσω; από |
item counting and identification v | |
gen. | αρίθμηση και ταυτότητα υλικών |
| |||
σωματική; σωματικό; σωματικός | |||
φυσικός |
physical : 392 phrases in 41 subjects |