physical abbr. | |
gen. | σωματική; σωματικό; σωματικός |
structure abbr. | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
met. | δομή υλικού; ιστός |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
| |||
σωματική; σωματικό; σωματικός | |||
φυσικός |
physical : 392 phrases in 41 subjects |