physical | |
gen. | σωματική; σωματικό; σωματικός |
Parametered | |
gen. | Παραμετρική |
parameter | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
| |||
σωματική; σωματικό; σωματικός | |||
φυσικός |
physical : 392 phrases in 41 subjects |