physical | |
gen. | σωματική; σωματικό; σωματικός |
IT | φυσικός |
characterization | |
stat. | χαρακτηρισμός |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
φυσικό εμπόρευμα; φυσική πρώτη ύλη | |||
| |||
σωματική; σωματικό; σωματικός | |||
φυσικός |
physical : 395 phrases in 41 subjects |