physical | |
gen. | σωματική; σωματικό; σωματικός |
alignment | |
comp., MS | στοίχιση; ευθυγράμμιση |
industr. construct. chem. | Eυθυγράμμιση καλουπιού; ταίριασμα καλουπιού |
med. | ευθυγράμμιση |
met. | αλφάδιασμα |
transp. | γώνιασμα; χάραξη |
transp. construct. | Διάγραμμα χάραξη |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
σωματική; σωματικό; σωματικός | |||
φυσικός |
physical : 393 phrases in 41 subjects |