phase lock abbr. | |
el. | ασφάλιση φάσης; συγχρονισμός φάσης |
loop abbr. | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
κλείδωμα φάσης; μαντάλωμα φάσης | |||
| |||
ασφάλιση φάσης; συγχρονισμός φάσης |
phase-locked : 26 phrases in 3 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 16 |
Information technology | 6 |