persistent | |
gen. | επίμονη; επίμονο |
environ. chem. | με υψηλή υπολειμματική δράση |
use | |
gen. | δεν ωφελεί; χρησιμότητα; χρησιμοποιώ |
construct. | εκχώρηση για εκμετάλλευση |
health. | απορρόφηση |
law | χρήση |
| |||
επίμονη; επίμονο | |||
με υψηλή υπολειμματική δράση | |||
συνεχής (continuus); έμμονος (persistens); επίμονος (persistens); εμμένων |
persistent : 71 phrases in 17 subjects |