persistent | |
gen. | επίμονη; επίμονο |
environ. chem. | με υψηλή υπολειμματική δράση |
object | |
commun. IT | αφηρημένο αντικείμενο |
comp., MS | αντικείμενο |
econ. | σκοποί κατανάλωσης |
fin. commun. IT | αντικείμενο; αντικείμενο ενδιαφέροντος |
IT | γνώση του κόσμου; γεγονός; γνώση πραγματικού κόσμου |
IT dat.proc. | συνάφεια |
lab.law. mech.eng. | προϊόν εργασίας |
| |||
επίμονη; επίμονο | |||
με υψηλή υπολειμματική δράση | |||
συνεχής (continuus); έμμονος (persistens); επίμονος (persistens); εμμένων |
persistent : 71 phrases in 17 subjects |